- σιφνεύς
- σιφνεύςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σιφνεύς — έως, ὁ, Α ασπάλακας, τυφλοπόντικας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιφνός «κενός» + κατάλ. εύς, λόγω τού ότι ο τυφλοπόντικας ανοίγει τρύπες στη γη] … Dictionary of Greek
τετραίνω — και τιτραίνω και τιτράω και τίτρημι Α τρυπώ, διατρυπώ («οἷά τις σιφνεὺς κευθνῶνος ἐν σήραγγι τετρήνας μυχούς», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *ter «τρίβω» που απαντά και με μονοσύλλαβη μορφή τερ (πρβλ. τείρω, λατ. tero) και με… … Dictionary of Greek
tu̯ī̆bh- — tu̯ī̆bh English meaning: hollow Deutsche Übersetzung: “röhrenartig hohl” Note: only Gk. and lateinisch Material: Gk. σί̄φων, ωνος m. “Abzugsröhre, Weinheber, Feuerspritze, Weinschlauch”, σιφνεύς “Maulwurf” (“röhrenförmige… … Proto-Indo-European etymological dictionary